- ομορροθώ
- ὁμορροθῶ, -έω (Α) [ομόρροθος]1. ρέω μαζί, συγχρόνως με κάποιον άλλο2. κωπηλατώ μαζί και ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο3. ρυμουλκώ, σύρω μαζί με κάποιον άλλο4. μτφ. συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι5. (με εμπρόθ. διορ.) εναρμονίζομαι, ταιριάζω («κρότῳ ὀστράκων ὁμορροθοῡντι πρὸς τὸ μέλος», Αιλιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.